σκουντούφλα

σκουντούφλα
και σκοντούφλα, η, Ν
1. πρόσκρουση σε εμπόδιο κατά το βάδισμα και πέσιμο, σκουντούφλημα («πήρα μια σκουντούφλα που δεν ήθελα άλλη»)
2. αυτή που σκουντουφλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκόντουφλον (με προληπτική αφομοίωση του -ο- σε -ου-) < σκότος + τύφλα με συμφυρμό. Το -ν- του τ. οφείλεται στην επίδραση του συνώνυμου σκοντάφτω (βλ. και λ. σκουντουφλώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκουντούφλα — η σκόνταμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλης — ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν [σκουντούφλα] 1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς 2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς 3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς …   Dictionary of Greek

  • σκοντούφλα — η, Ν βλ. σκουντούφλα …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλιάρης — ο, θηλ. σκουντουφλιάρα, Ν άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουντούφλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ζαβολ ιάρης, παραπον ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλημα — το, Ν [σκουντουφλώ] πρόσκρουση σε εμπόδιο κατά το βάδισμα και πέσιμο, σκουντούφλα («έσπασε το πόδι του από σκουντούφλημα») …   Dictionary of Greek

  • σκοντούφλα — η βλ. σκουντούφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουντούφλημα — το σκουντούφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”